φασματογράφος

φασματογράφος
Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και ηλεκτρικού φορτίου· αν το ηλεκτρικό φορτίο είναι το ίδιο, διαχωρίζονται τα ιόντα με διαφορετική μάζα. φ. ακτινών X. Για τη μελέτη των φασμάτων που δίνουν οι ακτίνες X, στη θέση του πλέγματος διάθλασης χρησιμοποιείται ένας κρύσταλλος. Κατά τη μέθοδο του Ρόουλαντ, χρησιμοποιείται ένα καμπύλος κρύσταλλος. Για την ανάλυση των φασμάτων ακτινών X χρησιμοποιούνται επίσης ηλεκτρονικά οπτικά συστήματα. Η πηγή ακτινοβολίας είναι ένας ειδικός καθοδικός σωλήνας, με συστήματα που επιτρέπουν την εναλλαγή καθόδου και αντικαθόδου· εξάλλου, οι σωλήνες αυτοί διαθέτουν σύστημα ψύξης και υποδοχές λήψης για την επίτευξη μεγάλου κενού (0,01-0,001 χιλιοστά υδραργύρου). φ. μάζας. Τον ανακάλυψε και τον κατασκεύασε ο Άστον (1919). Με αυτόν είναι δυνατή, από το φάσμα μιας ύλης, η μέτρηση της ατομικής μάζας των στοιχείων που αποτελούν την ορισμένη ύλη. Ο φ. μάζας αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμος στον διαχωρισμό των ισοτόπων και, με τη χρήση του όργανου αυτού, ο Άστον απέδειξε την ύπαρξη των ισοτόπων που είχαν προβληθεί θεωρητικά από τον Σόντι. Η λειτουργία του φ. μάζας βασίζεται στο γεγονός ότι, με την επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου, τα ιόντα, που αποτελούν μια μεικτή δέσμη και έχουν την αυτή ταχύτητα, διαχωρίζονται ανάλογα με τις διάφορες τιμές της σχέσης μεταξύ ηλεκτρικού φορτίου και μάζας (σχέση e/m). Τα ιόντα της ίδιας ταχύτητας (ισοταχή), που προέρχονται από τον επιλογέα, υποβάλλονται στην ενέργεια ενός μαγνητικού πεδίου (σε ορισμένους τύπους φ. μάζας, στο πεδίο αυτό προστίθεται και ένα ηλεκτρικό πεδίο, κάθετο με το προηγούμενο, το οποίο επομένως ενεργεί πάνω στα ιόντα κατά την ίδια διεύθυνση), που τους προσδίδει καμπύλη τροχιά. Η καμπυλότητα είναι συνάρτηση της σχέσης e/m και όλα τα ιόντα που έχουν ίση σχέση e/m συγκλίνουν σε ένα σημείο, ενώ εκείνα με διαφορετικές σχέσεις e/m καταλήγουν σε άλλα σημεία κατά μήκος μιας ευθείας. Έτσι, τα ιόντα με ίσο ηλεκτρικό φορτίο και διαφορετική μάζα διαχωρίζονται με κριτήριο τη μάζα τους. Η διαδοχή των σημείων που αντιστοιχούν στις διάφορες μάζες αποτελεί το φάσμα μάζας της εξεταζόμενης ύλης. Για να μπορούν τα ιόντα να κινούνται κανονικά, είναι απαραίτητο να επικρατεί στο φ. μεγάλο κενό.
* * *
ο, Ν
1. συσκευή εφοδιασμένη με σύστημα ανάλυσης αλλά και με δέκτη που δέχεται και καταγράφει υπό μορφή ειδώλου το σύνολο τών αναλυόμενων ακτινοβολιών
2. φρ. α) «μαγνητικός φασματογράφος» — ηλεκτρονική συσκευή που βασίζεται στην επίδραση σταθερού μαγνητικού πεδίου στις ηλεκτρονικές τροχιές και η οποία χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό τών ηλεκτρονίων διαφορετικών ταχυτήτων
β) «φασματογράφος μάζας» — το φασματόμετρο μάζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spectrograph < spectro- (< λατ. spectrum «φάσμα») + -graph (< -γράφος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φασματογράφος — ο φασματοσκοπικό όργανο με φωτογραφική πλάκα, που χρησιμεύει για την αντικειμενική εξέταση των φασμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • τετραπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο 2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός» φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν… …   Dictionary of Greek

  • τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… …   Dictionary of Greek

  • φασματογράφημα — το, Ν (φυσ. τεχνολ.) φωτογραφική ή με άλλον τρόπο εγγραφή ενός φάσματος, η οποία πραγματοποιείται με φασματογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασματογράφος, μέσω ενός ρ. *φασματογραφώ] …   Dictionary of Greek

  • φασματογραφία — η, Ν [φασματογράφος] μελέτη τών φασμάτων με φασματογράφο …   Dictionary of Greek

  • φασματογραφικός — ή, ό, Ν [φασματογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασματογράφο ή στην φασματογραφία …   Dictionary of Greek

  • φασματοηλιογράφος — ο, Ν (αστρον. φυσ.) φασματογράφος υψηλής διακριτικής ικανότητας χρησιμοποιούμενος για τη μελέτη τού ηλιακού φάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spectroheliograph < spectro (< λατ. spectrum «φάσμα») + helio (< ήλιος) +… …   Dictionary of Greek

  • φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

  • φασματόμετρο — το, Ν 1. συσκευή με την οποία μετρείται η κατανομή μιας σύνθετης ακτινοβολίας συναρτήσει είτε τού μήκους κύματος ή τής συχνότητας, εφόσον πρόκειται για κύματα, είτε τής μάζας ή τής ενέργειας τών επιμέρους σωματιδίων, εφόσον πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”